- πρωτότοκος
- -η, -ο / πρωτότοκος, -η, -ον, ΝΜΑ1. (για τέκνα) αυτός που γεννήθηκε πρώτος, σε αντιδιαστολή προς αυτόν που γεννήθηκε δεύτερος, τρίτος κ.λπ.2. το αρσ. ως ουσ. ο πρωτότοκοςτο πρώτο παιδίαρχ.προσωνυμία τού Ομήρου, σε αντιδιαστολή προς τον Νίκανδρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -τοκος (< τόκος < τίκτω). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημασία].
Dictionary of Greek. 2013.